- ορέσσαυλος
- ὀρέσσαυλος, -ον (Α)βλ. ὀρείαυλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀρεσσαύλοιο — ὀρέσσαυλος masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρεσσαύλοισιν — ὀρέσσαυλος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρεσσαύλου — ὀρέσσαυλος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρεσσαύλων — ὀρέσσαυλος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρεσσαύλῳ — ὀρέσσαυλος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… … Dictionary of Greek
ορείαυλος — ὀρείαυλος και ὀρέσσαυλος, ον (Α) αυτός που κατοικεί στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρεσσ (βλ. λ. όρος [II]) + αυλος (< αὐλή), πρβλ]. θύρ αυλος] … Dictionary of Greek
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek